ἐμβόλιμα

ἐμβόλιμα
ἐμβόλιμος
intercalated
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ЭМБОЛИМА —    • Embolĭma,          Έμβόλιμα, город в Индии (Arr. 4, 28, 7); Курций (8, 12, 1.) называет его Ecbolima …   Реальный словарь классических древностей

  • EMBOLIS — et Embolum, Graecis Ε᾿μβολισμὸς, additio, additamentum; proprie quod Epistolae iam scriptae additur, vel quod extra praecipuum eius argumentum ad calcem reicitur, in Ep. Pauli Pontif. ad Pipin. Regem Chartam insertitiam vocant Centuriatores… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εμβόλιμος — ή, ο (AM ἐμβόλιμος, ον) 1. αυτός που παρεμβάλλεται ή έχει παρεμβληθεί, τοποθετηθεί κατ εξαίρεση μέσα σε κανονική σειρά (α. «εμβόλιμη συνεδρία» β. «εμβόλιμη ημέρα» η 29η Φεβρουαρίου στα δίσεκτα έτη) 2. φρ. «εμβόλιμοι στίχοι», «ἐμβόλιμα ἔπη»… …   Dictionary of Greek

  • εννεακαιδεκαετηρίς — ἐννεακαιδεκαετηρίς, η (Α) χρονική περίοδος δεκαεννέα ετών, χρονολογικός κύκλος δεκαεννέα ετών, από τα οποία τα δώδεκα ήταν κοινά και τα επτά εμβόλιμα αλλιώς ο ενιαυτός τού Μέτωνος ή μέγας ενιαυτός …   Dictionary of Greek

  • επακταία οστά — τα ανατ. υπεράριθμα μικρότατα οστά που παρεμβάλλονται μερικές φορές στις ραφές τού κρανίου αλλιώς επάκτια ή επακτά ή βορμιανά ή εμβόλιμα οστά …   Dictionary of Greek

  • μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… …   Dictionary of Greek

  • Αγάθων — I (Αθήνα 445; – Πέλλα 400; π.Χ.).Αθηναίος τραγικός ποιητής. Ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του έφτασαν έως εμάς. Βρισκόταν στην ακμή του την εποχή του όψιμου Ευριπίδη, νίκησε το 416 με τραγωδία στα Λήναια και το 405 πήγε στην αυλή του Αρχέλαου …   Dictionary of Greek

  • αστέριο — Το σημείο του κρανίου όπου συναντώνται τρεις ραφές του: η λαβδοειδής, η βρεγματοειδής και η ινιομαστοειδής. Πολλές φορές όμως δεν υπάρχει σημείο συνάντησης, γιατί στη θέση αυτή εμφανίζεται ένα εμβόλιμο οστάριο. Τότε ως α. θεωρούμε ένα συμβατικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • ιντερμέδιο ή ιντερμέτζο — (ιταλ. intermezzo). Αυτοτελές κομμάτι που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις πράξεις θεατρικού ή στα μέρη μουσικού έργου. Ήδη από την αρχαιότητα υπήρχαν εμβόλιμα χορικά άσματα μεταξύ των επεισοδίων του έργου, τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”